Μεταμόσχευση νεφρού είναι η διαδικασία κατά την οποία ένα υγιές νεφρό μεταφέρεται από έναν άνθρωπο στο σώμα ενός άλλου με μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Ο κύριος ρόλος των νεφρών είναι η αποβολή των άχρηστων προϊόντων του μεταβολισμού με την μορφή των ούρων. Εάν χαθεί αυτή η ικανότητα των νεφρών, τα άχρηστα αυτά προϊόντα συσσωρεύονται στο αίμα, πράγμα το οποίο μπορεί να είναι απειλητικό για την ζωή
Η απώλεια της λειτουργίας των νεφρών, γνωστή ως χρόνια νεφρική νόσος ή νεφρική ανεπάρκεια,
είναι το πιο συχνό αίτιο μεταμόσχευσης νεφρού. Η νεφρική λειτουργία σε έναν ασθενή με τελικό στάδιο νεφρικής νόσου είναι εφικτό να υποκατασταθεί μερικώς με την ένταξη σε εξωνεφρική κάθαρση (αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση), η οποία όμως μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη και ιδιαίτερα χρονοβόρα στην καθημερινή ζωή συγκριτικά με την μεταμόσχευση.
Η μεταμόσχευση νεφρού αφορά σε όλους τους ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο ανεξαρτήτως ηλικίας. Κάθε υποψήφιος ασθενής προς μεταμόσχευση υποβάλλεται σε έναν ολοκληρωμένο κλινικοεργαστηριακό έλεγχο προκειμένου να θεωρηθεί κατάλληλος λήπτης νεφρικού μοσχεύματος. Η αξιολόγηση των εξετάσεων μπορεί να αποκαλύψει πιθανά προβλήματα, που είναι δυνατό να διορθωθούν πριν τη μεταμόσχευση. Κάθε ασθενής με προχωρημένη νεφρική ανεπάρκεια μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλος υποψήφιος για μεταμόσχευση, αρκεί:
- να είναι σε ικανοποιητική σωματική και ψυχική κατάσταση, ώστε να ανταποκριθεί στους πιθανούς κινδύνους του χειρουργείου
- η ποιότητα του μοσχεύματος να είναι όσο το δυνατόν άριστη, ώστε η μεταμόσχευση να ολοκληρωθεί με επιτυχία και ασφάλεια
- ο υποψήφιος λήπτης να είναι διατεθειμένος να συμμορφωθεί με την μετέπειτα φαρμακευτική αγωγή που θα του χορηγηθεί και να ακολουθεί πιστά το πρόγραμμα του τακτικού ιατρικού ελέγχου του
Οι κύριες αντενδείξεις της νεφρικής μεταμόσχευσης είναι η ενεργός λοίμωξη που πρέπει πρώτα να αντιμετωπιστεί, η σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια, η παχυσαρκία και ο καρκίνος. Σε περίπτωση σακχαρώδους διαβήτη, μπορεί να είναι σκόπιμη και η ταυτόχρονη μεταμόσχευση παγκρέατος. Η μεταμόσχευση νεφρού μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν την ένταξη σε εξωνεφρική κάθαρση, ονομάζεται προληπτική, και θεωρείται η θεραπεία εκλογής. Επιπλέον, η μεταμόσχευση που γίνεται όχι πολύ μετά την ένταξη σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ονομάζεται πρώιμη. Και οι δύο τύποι αυτοί μεταμόσχευσης έχει αποδειχθεί ότι έχουν καλύτερα ποσοστά επιβίωσης και συμβάλλουν σε καλύτερη ποιότητα ζωής.
Η λήψη νεφρικού μοσχεύματος μπορεί να γίνει από πτωματικό ή ζώντα δότη. Η μεταμόσχευση από ζωντανό δωρητή θεωρείται πιο επιτυχής με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής του μοσχεύματος από ότι η μεταμόσχευση από έναν κλινικά νεκρό δωρητή. Εξάλλου η λίστα αναμονής για λήψη νεφρικού μοσχεύματος από πτωματικό δότη είναι αρκετά μεγάλη, ώστε κάποιος υποψήφιος τελικά να χρειαστεί να ενταχθεί σε πρόγραμμα αιμοκάθαρσης για κάποιο χρονικό διάστημα.
Ιδανικά, η διαδικασία της μεταμόσχευσης είναι προτιμότερο να γίνεται όταν ο εργαστηριακός έλεγχος αποκαλύψει έκπτωση νεφρικής λειτουργίας, για την οποία θα χρειαστεί υποκατάστασή της σε ένα διάστημα έξι περίπου μηνών. Συνήθως, όμως, παρεμβάλλεται χρόνος αναμονής 2,5-3 χρόνια από την στιγμή της ένταξης στη λίστα αναμονής.
- διακοπή καπνίσματος
- υγιεινή διατροφή
- απώλεια βάρους
- συμμόρφωση με την ειδική φαρμακευτική αγωγή και άμεση ενημέρωση του θεράποντος ιατρού για τυχόν παρενέργειες ή νέα φάρμακα
- κίνδυνοι που σχετίζονται με τη διαδικασία
- κίνδυνοι που σχετίζονται με τη χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων (που μειώνουν τη δραστηριότητα του ανοσοποιητικού σας συστήματος)
- κίνδυνοι που σχετίζονται με την κατάσταση του μεταμοσχευμένου νεφρού
- αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων
- αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη
- υψηλή αρτηριακή πίεση
- αύξηση βάρους
- κοιλιακός πόνος
- διάρροια
- εξαιρετική ανάπτυξη τριχών ή απώλεια μαλλιών
- διόγκωση ούλων
- μώλωπες ή αυξημένη αιμορραγική διάθεση
- μειωμένη οστική πυκνότητα
- εναλλαγές του συναισθήματος
- αυξημένο κίνδυνο ορισμένων μορφών καρκίνου, ιδιαίτερα του καρκίνου του δέρματος
Η χρόνια απόρριψη αναπτύσσεται μέσα σε μήνες έως χρόνια μετά τη μεταμόσχευση και είναι η κύρια αιτία μακροχρόνιας απώλειας μοσχεύματος. Είναι αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας μείωσης της λειτουργίας των νεφρών. Η υπέρταση, η πρωτεϊνουρία και η αύξηση των επιπέδων κρεατινίνης στον ορό είναι χαρακτηριστικά αυτής της προοδευτικής απώλειας νεφρικής λειτουργίας και μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνια νεφροπάθεια αλλομοσχεύματος. Ένα επεισόδιο απόρριψης δεν έχει πάντα σαφή σημάδια ή συμπτώματα και για αυτό θεωρείται τόσο επιτακτική η τακτική κλινική εξέταση από το ιατρικό προσωπικό του μεταμοσχευτικού κέντρου και ο ολοκληρωμένος εργαστηριακός έλεγχος.
Βιβλιογραφία
- National Kidney Foundation, January 26, 2017
- Kasiske BL et al. “The evaluation of renal transplant candidates: Clinical practice guidelines”, J Am Transplant. 2001;1.
- “Evaluation, selection and preparation of the potential transplant recipient”, Neprology Dialysis Transplantation. 2000;15 (suppl 7):3-38.
- Malgorzata Kloc and Rafik M. Ghobrial. “Chronic allograft rejection: A significant hurdle to transplant success”, Burns Trauma. 2014; 2(1): 3–10